ελληνογερμανικός

ελληνογερμανικός
-ή, -ό
ο ελληνικός και ο γερμανικός ταυτόχρονα, ο γερμανοελληνικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελληνογερμανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους Γερμανούς ή στην Ελλάδα και στη Γερμανία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”